Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

παίρνω μαζί μου

  • 1 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 2 брать

    брать в разн. знач. παίρνω λαβαίνω \брать с собой παίρνω μαζί μου ◇ \брать начало πηγάζω \брать пример παίρνω παράδειγμα
    * * *
    в разн. знач.
    παίρνω; λαβαίνω

    брать с собо́й — παίρνω μαζί μου

    ••

    брать нача́ло — πηγάζω

    брать приме́р — παίρνω παράδειγμα

    Русско-греческий словарь > брать

  • 3 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 4 подобрать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подобранный, βρ: -ран, -а κ. -а, -о.
    1. περισυλλέγω, περιμαζεύω, συμμαζεύω παίρνω• σηκώνω•

    подобрать раненых с поля сражения περισυλλέγω τους τραυματίες από το πεδίο της μάχης.

    || παίρνω μαζί μου (κάτι παρατημένο, πεταμένο). || παίρνω μαζί μου καθ οδόν (οδο ιπόρο κ.ι;τ.).
    2. παίρνω κρύβω συμμαζεύω•

    подобрать ноги συμμαζεύω τα πόδια.

    || τραβώ, σφίγγω προς τα μέσα•

    подобрать губы σουφρώνω τα χείλη.

    || τεντώνω•

    -вожжи σφίγγω (τραβώ) τα χαλινά.

    3. αναδιπλώνω, ανασηκώνω, μαζεύω.
    4. διαλέγω επιλέγω•

    подобрать костюм διαλέγω κοστούμι•

    подобрать клеи к замку διαλέγω κλειδί (που να ταιριάζει) για την κλείδων ιά.

    || συγκεντρώνω (το απαιτούμενο)•

    подобрать все материалы συγκεντρώνω όλα τα υλικά.

    1. διαλέγομαι, επιλέγομαι γίνομαι, σχηματίζομαι•

    коллекция -лась постепенно η συλλογή έγινε βαθμηδόν.

    2. κρυφοπλησιάζω.
    3. χώνομαι, μπαίνω, εισέρχομαι.
    4. σοβαροποιού-μαι, κορδώνομαι.
    5. συστέλλομαι, μαζεύομαι, κουβαριάζομαι.
    6. (απλ.) τελειώνω•

    мука у хозяйки уж вся -лась όλο το αλεύρι της νοικοκυράς τελείωσε πια.

    Большой русско-греческий словарь > подобрать

  • 5 прихватить

    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω δυνατά, σφιχτά. || συγκρατώ, δένω προσωρινά.
    2. παίρνω μαζί μου•

    прихватить зонт на случай додця παίρνω μαζί μου την ομπρέλα σε περίπτωση βροχής.

    || παίρνω•

    надо бы денег прихватить в долг πρέπει να πάρω δανεικά χρήματα.

    || παίρνω παραπάνω.
    3. παγώνω λίγο, βλάπτω, χαλνώ•

    мороз -ил цветы ο πάγος έβλαψε τα λουλούδια•

    цветы -ло утренником (απρόσ.) τα λουλούδια τα πείραξε ο πάγος κατά το πρωί.

    4. αρρωσταίνω ξαφνικά με χτυπά•

    паралицом его -ло τον χτύπησε παράλυση, έπαθε παράλυση.

    Большой русско-греческий словарь > прихватить

  • 6 забрать

    -беру, -берешь, παρλθ. χρ. забрал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забранный, βρ: -ран, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω, πιάνω, λαβαίνω με τα χέρια. || παλ. παίρνω δανεικά, δανείζομαι (κυρίως για χρήματα).
    2. παίρνω•

    взять с собой παίρνω μαζί μου.

    3. αφαιρώ, αρπάζω•

    за долг -ал его поле για το χρέος του πήρε το χωράφι-του.

    || συλλαμβάνω•

    его -ал патруль τονι πήρε (έπιασε) η περίπολος.

    4. μτφ. κυριεύω, κατέχω, καταλαβαίνω•

    его -ла охота τον κυρίευσε η επιθυμία•

    его -ал страх τον κυρίευσε ο φόβος•

    ее -ла мысль την κυρίευσε η σκέψη.

    5. (ραπτ.) μαζεύω, κοντεύω, παίρνω•

    забрать шов μαζεύω λίγο τη ραφή•

    забрать рукар κοντεύω λίγο το μανίκι.

    6. αποκλίνω, κόβω•

    -вправо κόβω δεξιά.

    7. αγκιστρώνομαι, σκαλώνω•

    якорь -ал η άγκυρα έπιασε.

    εκφρ.
    забрать силу – παίρνω (αντλώ) δύναμη• αποκτώ επίδραση• забрать(себе) в голову μου κολλά (τυπώνεται) στο μυαλό η ιδέα.
    (γραμμ. στοιχ. βλ. забрать1) ρ.σ.μ. κλείνω, φράζω.

    Большой русско-греческий словарь > забрать

  • 7 захватить

    захватить 1) (с собой ) παίρνω (μαζί μου) 2) (завладеть) αρπάζω, καταλαμβάνω σφετερίζομαι (присвоить)
    * * *
    1) ( с собой) παίρνω (μαζί μου)
    2) ( завладеть) αρπάζω, καταλαμβάνω; σφετερίζομαι ( присвоить)

    Русско-греческий словарь > захватить

  • 8 увезти

    Русско-греческий словарь > увезти

  • 9 увести

    Русско-греческий словарь > увести

  • 10 унести

    унести παίρνω (μαζί μου), αποκομίζω
    * * *
    παίρνω (μαζί μου), αποκομίζω

    Русско-греческий словарь > унести

  • 11 утянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утянутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. τραβώ, σύρω, σέρνω. || μτφ. παίρνω μαζί μου (κατόπιν επιμονής μου)•

    утянуть в театр παίρνω στο θέατρο•

    утянуть в прогулку παίρνω στον περίπατο.

    2. (απλ.) παίρνω κρυφά, κλέβω.
    3. (συμ)μαζεύω, συστέλλω•

    утянуть живот μαζεύω την κοιλιά.

    4. τεντώνω, τείνω•

    утянуть дратву τεντώνω το σπάγκο.

    Большой русско-греческий словарь > утянуть

  • 12 забирать

    забира||ть
    несов
    1. (брать) παίρνω:
    \забирать у кого́-л. τοῦ παίρνω· \забирать с собой παίρνω μαζί μου·
    2. (овладевать) πιάνω, καταλαμβάνω:
    меня \забиратьет страх μέ πιάνει φόβος·
    3. (при шитье) μαζεύω· ◊ \забирать в голову μοῦ κολλᾶ στό μυαλό ἡ Ιδέα.

    Русско-новогреческий словарь > забирать

  • 13 подхватить

    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, αρπάζω, παίρνω, σηκώνω από τα κάτω.•
    ανασηκώνω, αναδιπλώνω, μαζεύω.
    2. πιάνω στον αέρα.
    3. αρπάζω, παίρνω. || παίρνω μαζί μου. || παρασύρω, συμπαρασύρω.
    4. κολλώ (ασθένεια).
    5. (για άλογα) τρέχω ορμητικά, πηλαλώ.
    6. (για τραγούδι) παίρνω αμέσως (αφομοιώνω).
    αναπηδώ, πετάγομαι επάνω• ρίχνομαι, ορμώ.

    Большой русско-греческий словарь > подхватить

  • 14 утащить

    утащу, утащишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утащенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. σύρω, σέρνω, τραβώ• κουβαλώ, μεταφέρω σέρνοντας. || μεταφέρω με δυσκολία.
    2. παίρνω μαζί μου αναχωρώντας. || παρασέρνω.
    3. κλέβω, βουτώ, παίρνω•

    у меня в автобусе -ли кошелк στο λεωφορείο μου πήραν το πορτοφόλι,

    (απλ.) σύρομαι, σέρνομαι, πηγαίνω με δυσκολία•

    с трудом -лся домой με δυσκολία πήγα στο σπίτι, σέρνοντας έφτασα στο σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > утащить

  • 15 захватывать

    захватыва||ть
    несов
    1. (брать с собой) παίρνω (μαζί μου)·
    2. (завладевать) ἀρπάζω, καταλαμβάνω, σφετερίζομαι:
    \захватывать что́-л. силой ἀρπάζω μέ τή βία· \захватывать в плен αἰχμαλωτίζω, πιάνω αίχμάλωτο· \захватывать власть καταλαμβάνω (или ἀρπάζω) τήν ἐξοοσία·
    3. (застигать, заставать) разг πιάνω, προλαμβάνω, προφθάνω:
    \захватывать на месте преступления πιάνω ἐπ· αὐτοφώρω·
    4. (увлекать) συναρπάζω· ◊ \захватывать болезнь вовремя προλαμβάνω ἐγκαιρα τήν ἀρρώ-στεια·\захватывать врасплох αίφνιδιάζω· у меня дух \захватыватьет, когда... πιάνεται ἡ ἀναπνοή μου..., μοῦ κοβέται ἡ ἀνάσα...

    Русско-новогреческий словарь > захватывать

  • 16 могила

    θ.
    τάφος, μνήμα•

    возложить венок на -у καταθέτω στεφάνι στο μνήμα•

    вы-рить -у σκάβω τον τάφο.

    || ως κατηγ. είναι επικίνδυνα, πολύ άσχημα. || ως κατηγ. είναι πολύ εχέμυθος (ταφόπετρα).
    εκφρ.
    до самой -ы – ως τον τάφο (ως το θάνατο)•
    найти (себе) -у – βρίσκω τον τάφο μου (το τέλος μου)•
    рыть (копить) -у кому – σκάβω το λάκκο κάποιου (προσπαθώ να βλάψω κάποιον)•
    свести в -у кого – κάνω κάποιον για τον τάφο (για θάνατο)•
    смотреть (глядеть) в -у – βλέπω το χάρο με τα μάτια (αντικρύζω το θάνατο)•
    сойти в -у – κατεβαίνω (αποδημώ) στον άλλο κόσμο•
    унести (с собой) в -у – το παίρνω μαζί μου στον τάφο (δε βγάζω το μυστικό)•
    быть на краю -ы – είμαι, στο χείλος του τάφου (είμαι με το ένα πόδι στον τάφο).

    Большой русско-греческий словарь > могила

  • 17 приволочь

    -локу, -лочшь, -локут, παρλθ. χρ. приволок
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приволоченный, βρ: -чен, -чена, -чено κ. приволоченный, βρ: -чен, -а, -о,
    επιρ. μτχ. приволоча
    ρ.σ.μ. μετακινώ, μεταφέρω σέρνοντας•

    приволочь мешки из сарая σέρνω έξω τα τσουβάλια από την αποθήκη.

    || παίρνω, φέρω•

    приволочь с собой παίρνω μαζί μου.

    || οδηγώ βίαια•

    его -кли к комендатуру τον τράβηξαν στο φρουραρχείο.

    || σέρνομαι, ποδοσέρνομαι, βαδίζω με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > приволочь

  • 18 увезти

    увезу, увезшь, παρλθ. χρ. увёз, увезла
    -ло, μτχ. παρλθ. χρ. увзший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. увезнный, βρ: -зн, -зена, -зено
    ρ.σ.μ.
    1. μεταφέρω (με μεταφορικό μέσο)•

    -ли детей на дачу μετέφεραν τα παιδιά στην έπαυλη•

    вещи -ли на вокзал τα πράγματα τα μετέφεραν στο σιδηροδρομικό σταθμό.

    || φεύγοντας παίρνω μαζί μου•

    он увз овой чемодан αυτός φεύγοντας πήρε τη βαλίτσα του.

    2. κλέβω, παίρνω•

    ночью -ли дрова из сарая τη νύχτα μας πήραν τα καυσόξυλα απ την αποθήκη.

    3. απάγω, αρπάζω και φεύγω•

    парис увз красавицу елену ο Πάρης απήγαγε την ωραία Ελένη.

    Большой русско-греческий словарь > увезти

  • 19 увозить

    увоз||и́ть
    несов
    1. παίρνω μαζί μου·
    2. (похищать) ἀπάγω.

    Русско-новогреческий словарь > увозить

  • 20 утаскивать

    утаскивать
    несов, утащить сов
    1. (уносить) ἀπάγω, σέρνω, σύρω, τραβώ·
    2. (уводить с собой) παίρνω μαζί μου, συναποκομίζω·
    3. (украсть) κλέβω.

    Русско-новогреческий словарь > утаскивать

См. также в других словарях:

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • αναιρώ — ( έω) (Α ἀναιρῶ) 1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω 2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ 3. αθετώ, αρνούμαι 4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής») αρχ. Ι. (ενεργ. και μέσ.) 1. σηκώνω… …   Dictionary of Greek

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • καθαιρώ — (AM καθαιρώ, έω, Α ιων. τ. καταιρέω, αιολ. τ. κατάγρημι) (για αξιωματούχους) αφαιρώ το αξίωμα κάποιου, ανατρέπω κάποιον από την εξουσία («ο βασιλιάς καθαιρέθηκε») μσν. αρχ. 1. καταδικάζω («ἡ καθαιροῡσα ψῆφος» η καταδικαστική ψήφος, Λυσ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ανακομίζω — (Α ἀνακομίζω) επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.) μσν. νεοελλ. κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. Ι. ενεργ. 1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ 2. θεραπεύω, γιατρεύω… …   Dictionary of Greek

  • παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… …   Dictionary of Greek

  • συμμεθέλκω — Μ 1. έλκω μαζί 2. (κυρίως το παθ.) συμμεθέλκομαι έλκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο 3. (το μέσ.) έλκω κάτι μαζί μου, τό παίρνω μαζί μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεθέλκω «έλκω, σύρω, τραβώ»] …   Dictionary of Greek

  • συγκομίζω — ΝΜΑ 1. συλλέγω κάτι, ιδίως καρπούς, και τό μεταφέρω σε κάποιον τόπο, συναθροίζω («τοῡτον [τὸν σῑτον] πάντα συγκομίσας ἐς τὴν ἀγορήν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με τους καρπούς και μετά από την εποχή τού θερισμού) συγκεντρώνω σε αποθήκες, αποθηκεύω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»